Υπάρχει διέξοδος από την ματαιότητα που συνοδεύει την φθαρτότητα;

Τελικά πόσο απέχει το σήμερα από το αύριο, και πώς το χθες μπορεί να κάνει το μέλλον να είναι ομορφότερο από το παρόν και πιο γεμάτο από το παρελθόν; Πώς ο άνθρωπος μπορεί να ανατρέψει αυτό που είναι η αναπόδραση εξέλιξη των πραγμάτων στον χωροχρόνο που περικλείει τον κύκλο της ζωής; Πώς μπορεί αυτό το φθαρτό ον που είναι ο άνθρωπος να προστατεύσει τον εαυτό του από την παρακμή στην οποία είναι βουτηγμένη η ανθρώπινη ύπαρξη, με την πορεία της προδιαγεγραμμένη στον ορίζοντα αρχής, μέσης και τέλους;

Με αυτό το αναπόφευκτο τέλος να είναι πάντα το φόβητρο για την φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσης να ξορκίζει την βεβαιότητα της επερχόμενης κατάπτωσης και εξαφάνισής της στρέφοντας το βλέμμα της ζωής σε όσα χαρίζουν στον άνθρωπο το δικαίωμα να μην θέλει να δει την κατάληξή του, μέχρι αυτή να του χτυπήσει την πόρτα. Τίποτα δεν έχει την ικανότητα να απαλύνει και να εξομαλύνει την αγριότητα της συνείδησης που φέρει ο άνθρωπος, ο οποίος σε αντίθεση με τα όντα του ζωϊκού βασιλείου δεν έχει ούτε το χάρισμα ούτε την πολυτέλεια της άγνοιας του τέλους. Δεν υπάρχει διαφυγή για τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει διέξοδος από την ματαιότητα που συνοδεύει την φθαρτότητα. Υπάρχει μόνο συνείδηση του τέλους. Όσα ο άνθρωπος χτίζει στο διάβα της ζωής του και χωράνε στις λέξεις λεφτά, καριέρα, έρωτες, είναι ένας μηχανισμός αυτοάμυνας του ανθρώπου να άρει - προσωρινά και στιγμιαία - την συνείδηση του τέλους με στιγμές, γεγονότα κι αισθήματα που προσφέρουν εφήμερα διαλλείμματα λήθης και προσωρινής άρσης της συνείδησης της παροδικότητας της ύπαρξής του, του αναπόφευκτου φυσικού και διανοητικού ξεπεσμού της ανθρώπινης φύσης του μέχρι την οριστική ανυπαρξία του.

Πόσο οδυνηρό είναι για τον άνθρωπο να πρέπει να προετοιμαστεί εν ζωή για την επικείμενη μετά θάνατον ανυπαρξία του; Είναι αυτή η μεγαλύτερη κατάρα που κουβαλάει μαζί του το ανθρώπινο γένος. Ενώ το τέλος είναι αναπόφευκτο για κάθε ζωντανό οργανισμό στον πλανήτη Γη, ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που έχει από πολύ νωρίς ότι η ζωή του είναι βουτηγμένη μέσα στην τραγικότητα, την παρακμή, την κατάπτωση και τον θάνατο. Η επίγνωση του θανάτου είναι ένα φορτίο δυσβάσταχτο που ο άνθρωπος κουβαλάει στην πλάτη του από την ημέρα που γεννιέται μέχρι την στιγμή που περνάει στην απέναντι όχθη της καθολικής αποδόμησης και ανυπαρξίας του, που καθ’ όλή την διάρκεια της ζωής του γνωρίζει ότι θα επέλθει χωρίς να ξέρει τοπότε και το πώς, δηλαδή τη χρονική στιγμή και τις συνθήκες θανάτου του.

Οι άνθρωποι βολεύονται με το να βλέπουν το θάνατο μόνον στα πρόσωπα των άλλων, αυτών που φεύγουν. Τιμούν τους νεκρούς, συλλυπούνται τους συγγενείς που μένουν πίσω, κι όταν τα κοινωνικά τελετουργικά τελειώσουν, επιστρέφουν στην διαδρομή της ζωής τους κάνοντας ότι μπορούν να ξεχάσουν ότι ο μοναδικός προορισμός της διαδρομής τους είναι ο θάνατος. Αν ο θάνατος σημαίνει επιστροφή στην κατάσταση ανυπαρξίας στην οποία ο άνθρωπος βρισκόταν πριν την γέννησή του, ποιό μπορεί να είναι το νόημα της διαδρομής που αρχίζει από το σημείο εξόδου από την κατάσταση ανυπαρξίας (γέννηση) και ολοκληρώνεται στο σημείο εισόδου στην ίδια πρότερη κατάσταση ανυπαρξίας (θάνατος) που ήταν η αφετηρία αυτής της διαδρομής. Αν η ζωή του ανθρώπου ορίζεται ως το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αποχώρησης από την ανυπαρξίας και της επιστροφής του σε αυτήν, τότε αυτό το διάστημα παραμονής μας στην κατάσταση της υπαρκτής μας οντότητας αποκτά ένα νόημα διαφορετικό από το να ζούμε απλώς για να ζούμε.

Η συνειδητοποίηση της ζωής μας ως το μεταίχμιο ανάμεσα στην προγενέστερη και μεταγενέστερη ανυπαρξία μας, μπορεί για πολλούς να φαίνεται αποτροπιαστικά καταθλιπτική και σοκαριστικά κυνική, στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά απελευθερωτική. Η επίγνωση της προσωρινότητας της υπαρκτής μορφής της οντότητας του δίνει στον άνθρωπο την επιλογή να αναστρέψει την ματαιότητα που επισκιάζει τη ζωή κάθε μελλοθάνατου. Του δίνει το δικαίωμα, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει ξεφύγει από την ανυπαρξία του - κι ονομάζεται ζωή - να το χρησιμοποιήσει όχι για να αποτρέψει την επικείμενη αναπότρεπτη επάνοδό του στην πρότερη κατάσταση ανυπαρξίας, αλλά για να την μετατρέψει - αφού συμφιλιωθεί μαζί της - σε ορόσημο αφετηρίας για την άϋλη ύπαρξή του που θα τον ταξιδεύει στο διηνεκές. Αυτή η άϋλη ύπαρξή είναι το μόνο που απομένει από την υλική υπόσταση του ανθρώπου στο μεταίχμιο της ζώης ανάμεσα στην προ γέννηση και μετά θάνατον ανυπαρξίας μας. Όταν η ύπαρξη του ανθρώπου θα έχει περάσει στον υλικό αφανισμό της, η άϋλη υπόσταση του ανθρώπου αποτελείται από όλα εκείνα τα κομμάτια της ζωής του που δεν είναι υλικά μετρήσιμα ούτε υλικά πολύτιμα.

Ο άϋλος, ανύπαρκτος, αφανισμένος άνθρωπος θα αναμετρηθεί με το υλικό παρελθόν του. Ο άνθρωπος στην κατάσταση της ανυπαρξίας του θα συνεχίζει να ζει στην άϋλη μορφή του. Η ένταση, το βάθος, η δύναμη της ύπαρξής του στην άϋλη μορφή της εξαρτάται από την διαχείριση του χρόνου που έκανε ο άνθρωπος κατά το χρονικό διάστημα που ήταν υλικά υπαρκός. Μπορεί η πρό γέννηση και μετά θάνατον ανυπαρξία του ανθρώπου να είναι μία κατάσταση με τον ίδιο παρονομαστή ανυπαρξίας, όμως το μεταίχμιο της ζωής ανάμεσα στις δύο ανυπαρξίες είναι η πολύτιμη ευκαιρία που δίνεται στον άνθρωπο να περιορίσει την μετά θάνατον αναπόφευκτη ανυπαρξία του στην υλική της και μόνον μορφή και να διεκδικήσει για τον ευατό του την συνέχιση της ύπαρξής του στην άϋλή μορφή της.

Η τεχνολογία και τα socal media ωθούν τον άνθρωπο στην υπερέκθεση της υλική του υπόστασης μετατρέποντάς τον σε εφήμερο προϊόν του εαυτού του, και τον καθιστούν έτσι δέσμιο της προδιαγεγραμμένης διαδρομής του προς την υλική ανυπαρξία. Η τεχνολογία εθίζει τον άνθρωπο στο εφήμερο, το προσωρινό, το παροδικό και τον κάνει να πορεύεται στην διαδρομή του προς την επάνοδό του στην υλική ανυπαρξία ως ένας ναρκωμένος και ανήμπορος μελλοθάνατος. Η επιτυχία στη ζωή ορίζεται από το βάθος και την έκταση της ικανότητάς μας να αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο της υλικής ύπαρξής μας, την προοπτική της στον χωροχρόνο, το πριν και το μετά της ανυπαρξίας μας, την ικανότητα και αποφασιστικότητά μας να αξιοποιήσουμε την χρονική περίοδο της ύπαρξής μας με επιλογές στραμμένες στην επένδυση της άϋλης ύπαρξής μας στην μετά την επάνοδό μας στην ανυπαρξία εποχή.